- υποπετάννυμι
- Α1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.)2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπεπταμένον — ὑποπετάννυμι spread out under perf part mp masc acc sg ὑποπετάννυμι spread out under perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπετάσας — ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under fut part act fem acc pl (doric) ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under fut part act fem gen sg (doric) ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under pres part act fem acc pl (doric) ὑποπετά̱σᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπέτασμα — άσματος, τὸ Α [ὑποπετάννυμι] ύφασμα που τό απλώνουν στο δάπεδο … Dictionary of Greek